χρύσωμα — that which is made of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρύσωμα — το, ΝΜΑ [χρυσῶ / ώνω] νεοελλ. 1. το σφράγισμα δοντιού με χρυσό 2. χρυσό στόλισμα, χρυσό ποίκιλμα νεοελλ. μσν. επικάλυψη μιας επιφάνειας με φύλλα χρυσού ή με στρώμα χρυσού, επιχρύσωση αρχ. σκεύος κατασκευασμένο από χρυσό («τὸ τῶν χρυσωμάτων καὶ… … Dictionary of Greek
χρύσωμ' — χρύσωμα , χρύσωμα that which is made of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσωμάτων — χρύσωμα that which is made of gold neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσώμασιν — χρύσωμα that which is made of gold neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσώματα — χρύσωμα that which is made of gold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσώματι — χρύσωμα that which is made of gold neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσώματος — χρύσωμα that which is made of gold neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιοχρύσωμα — και λιοχρύσωμα, το οι χρυσίζουσες ανταύγειες τού ήλιου την ώρα που βασιλεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + χρύσωμα (< χρυσώνω)] … Dictionary of Greek
περιχρύσωση — η, Ν η επιχρύσωση, το χρύσωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχρυσώνω. Η λ., στον λόγιο τ. περιχρύσωσις, μαρτυρείται από το 1889 στον Τ. Νερούτσο] … Dictionary of Greek